- σκελετευομαι
- σκελετεύομαιвысыхать, чахнуть Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σκελετεύω — Α [σκελετός] 1. ξηραίνω, αποξηραίνω 2. (σχετικά με κρέας) αλατίζω, παστώνω 3. ταριχεύω, βαλσαμώνω 4. παθ. σκελετεύομαι α) ξηραίνομαι β) φθείρομαι, καταστρέφομαι … Dictionary of Greek